- ξώφυλλο
- τό1) обложка книги; 2) ставень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξώφυλλο — το βλ. εξώφυλλο … Dictionary of Greek
(ε)ξώφυλλο — το 1. το έξω φύλλο βιβλίου. 2. το έξω φύλλο παραθύρου. 3. καθένα από τα τραπουλόχαρτα που σε ορισμένα παιχνίδια αφαιρούνται ως περιττά ή δε λογαριάζονται στην καταμέτρηση των πόντων, το σκάρτο. ξώφυλλο το το έξω φύλλο, το εξώφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)